8P ENTYPO DARONDA 10.5X20 7-2-11 Layout 1 · 4.3 Αντενδείξεις: Το ενέσιμο...

8
2,8ml (5mg/ml ) Στη γυναικεία υπογονιμότητα ΕΝΕΣΙΜΟ ΔΙΑΛΥΜΑ ΟΞΙΚΗ ΛΕΥΠΡΟΛΙΔΗ ® 2

Transcript of 8P ENTYPO DARONDA 10.5X20 7-2-11 Layout 1 · 4.3 Αντενδείξεις: Το ενέσιμο...

Page 1: 8P ENTYPO DARONDA 10.5X20 7-2-11 Layout 1 · 4.3 Αντενδείξεις: Το ενέσιμο διάλυμα leuprorelin αντενδείκνυται σε ασθενείς με γνωστή

2,8ml (5mg/ml)

Στη γυναικεία υπογονιμότητα

ΕΝΕΣΙΜΟ ΔΙΑΛΥΜΑΟΞΙΚΗ ΛΕΥΠΡΟΛΙΔΗ

®

2

Page 2: 8P ENTYPO DARONDA 10.5X20 7-2-11 Layout 1 · 4.3 Αντενδείξεις: Το ενέσιμο διάλυμα leuprorelin αντενδείκνυται σε ασθενείς με γνωστή

ΟΔΗΓΙΕΣ ΧΡΗΣΗΣΠριν κάνετε την ένεση,

θα πρέπει να κατανοήσετε πλήρως τις οδηγίες χρήσης και να τις ακολουθήσετε πιστά.

• Αφαιρέστε το κάλυμμα της βελόνας. Σπρώξτε τη βελόνα, περνώντας από το κέντρο του ελαστικού πώματος, στο εσωτερικό του φιαλιδίου του leuprorelin.

• Σπρώξτε το έμβολο σε όλητου τη διαδρομή προς τα μέσαγια να διοχετεύσετε αέρα μέσαστο φιαλίδιο.

2,8ml (5mg/ml)ΕΝΕΣΙΜΟ ΔΙΑΛΥΜΑ

ΟΞΙΚΗ ΛΕΥΠΡΟΛΙΔΗ

®

• Πλύνετε τα χέρια σας καλάμε σαπούνι και νερό.

• Ανασηκώστε το πλαστικό κάλυμματου φιαλιδίου, αποκαλύπτονταςτο ελαστικό πώμα και καθαρίστετον μεταλλικό δακτύλιο καιτο ελαστικό πώμα με ένα βαμβάκι καιοινόπνευμα.

• Πιάστε τη σύριγγα. Τραβήξτε τοέμβολο προς τα έξω, ώσπου η κορυφή του να έλθει στην ένδειξη 20(η ένδειξη 20 σε αυτή τη σύριγγα είναι ίση με 0.2 ml).

• Αναποδογυρίστε το φιαλίδιοκαι τη σύριγγα. Ελέγξατε για ναβεβαιωθείτε ότι η κορυφή τηςβελόνας είναι μέσα στο φάρμακο.Τραβήξτε αργά το έμβολο προς ταέξω, ώσπου η σύριγγα να γεμίσειέως το σημείο 20.

• Κρατήστε τη βελόνα μέσα στοφιαλίδιο και το φιαλίδιο

αναποδογυρισμένο. Τώρα ελέγξατε μήπως υπάρχουν φυσαλίδες αέραμέσα στη σύριγγα. Αν δείτε καμμιά, σπρώξτε σιγά το έμβολο προς ταμέσα, για να ωθήσετε τον αέρα και πάλι μέσα στο φιαλίδιο. Κρατήστετην κορυφή της βελόνας μέσα στο υγρό και ξανατραβήξτε το έμβολοπρος τα έξω για να γεμίσει η σύριγγα έως το σημείο 20.

Page 3: 8P ENTYPO DARONDA 10.5X20 7-2-11 Layout 1 · 4.3 Αντενδείξεις: Το ενέσιμο διάλυμα leuprorelin αντενδείκνυται σε ασθενείς με γνωστή

• Επαναλάβατε το ίδιο αν υπάρχειανάγκη να απομακρύνετε και άλλεςφυσαλίδες αέρα. Βγάλτε τη βελόνααπό το φιαλίδιο και ακουμπήστετη σύριγγα κάτω, έτσι που η βελόνανα μη αγγίζει τίποτα.

• Διαλέξτε μια περιοχή για την ένεση.Ο μηρός ή η περιοχή του στομαχιούείναι η ευκολότερη αν κάνετε την ένεσημόνος σας.Καθαρίστε το δέρμα με ένα βαμβάκιμε οινόπνευμα.

• Κρατήστε τη σύριγγα στο ένα χέρι.Κρατήστε το δέρμα τεντωμένο ή τραβήξτετο προς τα επάνω με το άλλο χέρι.

• Κρατήστε τη σύριγγα σχεδόν παράλληλα με το δέρμα και γλυστρήστετη βελόνα γρήγορα ακριβώς κάτω από το δέρμα, όσο μπορεί ναπροχωρήσει. Ενέσατε το φάρμακο, σπρώχνοντας το έμβολο.

• Κρατήστε ένα βαμβάκι με οινόπνευμαεπάνω στο δέρμα σας στο σημείο πουμπήκε η βελόνα, και τραβήξτε την έξωυπό την ίδια γωνία που μπήκε στοδέρμα.

• Για να προστατεύσετε το δέρμα σας,κάνετε κάθε ημέρα την ένεση σεδιαφορετικό σημείο.

• Χρησιμοποιείστε τη σύριγγα μιαςχρήσεως μόνο μια φορά και απορρίψατέ την προσεκτικά. Βελόνες που ρίχνονται σε σάκκους απορριμάτων θα μπορούσαν τυχαίανα τρυπήσουν κάποιον.

ΠΟΤΕ ΜΗΝ ΑΦΗΝΕΤΕ ΣΥΡΙΓΓΕΣ, ΒΕΛΟΝΕΣ Ή ΦΑΡΜΑΚΑ ΣΕ ΣΗΜΕΙΑ ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΤΑ ΦΘΑΣΟΥΝ ΠΑΙΔΙΑ

Page 4: 8P ENTYPO DARONDA 10.5X20 7-2-11 Layout 1 · 4.3 Αντενδείξεις: Το ενέσιμο διάλυμα leuprorelin αντενδείκνυται σε ασθενείς με γνωστή

περιοχέςυποδόριαςχορήγησης

Page 5: 8P ENTYPO DARONDA 10.5X20 7-2-11 Layout 1 · 4.3 Αντενδείξεις: Το ενέσιμο διάλυμα leuprorelin αντενδείκνυται σε ασθενείς με γνωστή

2,8ml (5mg/ml)ΕΝΕΣΙΜΟ ΔΙΑΛΥΜΑ

ΟΞΙΚΗ ΛΕΥΠΡΟΛΙΔΗ

®

Page 6: 8P ENTYPO DARONDA 10.5X20 7-2-11 Layout 1 · 4.3 Αντενδείξεις: Το ενέσιμο διάλυμα leuprorelin αντενδείκνυται σε ασθενείς με γνωστή

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ: 1. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ leuprorelin. 2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ & ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ σε δραστικά συστατικά: LEUPRORELIN ACETATE 14 MG/ 2,8 ML/ VIAL (5 MG/ML). 3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ: ΕΝΕ-ΣΙΜΟ ΔΙΑΛΥΜΑ. 4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ: 4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις: ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ: Ως συμπληρωματική θεραπεία σε ελεγχό-μενη διέγερση των ωοθηκών σε συνδυασμό με γοναδοτροπίνες (hMG, hCG, FSH) στη διαδικασία πρόκλησης ωοθυλακιορρηξίας στα πλαίσια τεχνικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. 4.2 Δοσολογία & τρόπος χορήγησης: ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ: Η έναρξη θεραπείας γίνεται συνήθως με 1 mg ημερησίως με υποδόρια ένεση. Η δοσολογία αυτή μπορεί να μειωθεί στο 0.5 mg ημερησίως με την έναρξη χορήγησης γονα-δοτροπινών. Η χορήγηση οξικής λευπρολίδης διακόπτεται πριν από την προγραμματισμένη έναρξη χορήγησης hCG. Σε ειδικές περιπτώσεις, όπως π.χ. ιστορικό ανεπαρκούς ανταπόκρισης σε προηγούμενες προσπάθειες, η δοσολογία αυτή μπορεί να μειωθεί στο ήμισυ ή σε ακόμα μικρότερη δόση. 4.3 Αντενδείξεις: Το ενέσιμο διάλυμα leuprorelin αντενδείκνυται σε ασθενείς με γνωστή υπερευαισθησία στην οξική λευπρολίδη, σε πα-ρεμφερή εννεαπεπτίδια ή σε κάποιο από τα έκδοχα. Έχουν αναφερθεί μεμονωμένες περιπτώσεις αναφυλαξίας. Το ενέσιμο διάλυμα leuprorelin αντενδείκνυται κατά την κύηση και γαλουχία. 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις & προφυλάξεις κατά τη χρήση: ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ: Η πρό-κληση ωοθυλακιορρηξίας πρέπει να πραγματοποιηθεί υπό στενή ιατρική παρακολούθηση με τακτικούς κλινικούς και βιολογικούς ελέγχους. Σε μερικές γυναίκες με προδιάθεση και ιδιαίτερα σε αυτές με πολυκυστικές ωοθήκες, η θεραπεία μπορεί να προκαλέσει υπερβολική αύξηση των ωοθυλακίων. Σε περίπτωση υπερβολικής ωοθηκικής απάντησης, συνιστάται η διακοπή των γοναδοτροπινών και η συνέχιση της οξικής λευπρο-λίδης για μερικές ημέρες για την αποφυγή υπερέκκρισης LH. Η ανταπόκριση των ωοθηκών στο συνδυασμό οξικής λευπρολίδης και γοναδοτρο-πινών χορηγούμενων σε επαναλαμβανόμενους κύκλους θεραπείας και στις ίδιες δόσεις ενδέχεται να ποικίλλει από γυναίκα σε γυναίκα και από κύκλο σε κύκλο στην ίδια γυναίκα. 4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης: Επειδή η οξική λευπρολίδη είναι ένα πεπτίδιο που κυρίως διασπάται από την πεπτιδάση και όχι από τα ένζυμα του κυτοχρώματος P-450 όπως έχει αναφερθεί σε ειδικές μελέ-τες, και επειδή το φάρμακο συνδέεται με τις πρωτεΐνες του πλάσματος σε ποσοστό της τάξεως του 46% μόνο, δεν αναμένονται αλληλεπιδρά-σεις. 4.6 Κύηση και γαλουχία: Χρήση κατά την κύηση: Αντενδείκνυται (ΒΛΕΠΕ ΛΗΜΜΑ 4.3 ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ). Είναι πιθανό να προκύψει αποβολή όταν το φάρμακο χορηγείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Χρήση κατά την γαλουχία: Δεν είναι γνωστό εάν η οξική λευπρολίδη απεκκρί-νεται στο ανθρώπινο γάλα. Κατά συνέπεια το leuprorelin δεν πρέπει να χορηγείται κατά τον θηλασμό. 4.7 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων Καμία δεν έχει αναφερθεί μέχρι σήμερα. 4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες: Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρούνται με το ενέσιμο διάλυμα leuprorelin οφείλονται στην ειδική φαρμακολογική δράση του και είναι αυξήσεις ή/και ελαττώσεις ορισμένων ορμονικών επιπέδων. Στον άνθρωπο, οι ανεπιθύμητες ενέργειες στην οξική λευπρολίδη συμπεριλαμβάνουν: παροδική έξαρση της νόσου που συσχετίζε-ται με την αρχική άνοδο των ορολογικών επιπέδων των ανδρογόνων κατά την πρώτη εβδομάδα θεραπείας, ερεθισμό στα σημεία ένεσης (ερυ-θρότητα, οίδημα, κνησμό), εξάψεις, ανικανότητα. Παρατηρήθηκε σε μερικούς ασθενείς με αποφρακτική ουροπάθεια, παροδική αύξηση της κρεατινίνης ορού. Τα συμπτώματα αυτά υποχώρησαν μετά από μία έως δύο εβδομάδες συνεχούς χορήγησης. Έχουν αναφερθεί μερικές περι-πτώσεις εξασθένησης ή παραισθήσεων που η σχέση αιτίας-αιτιατού με την οξική λευπρολίδη δεν είναι γνωστή. Η ενδεχόμενη επιδείνωση των συμπτωμάτων κατά τις πρώτες εβδομάδες θεραπείας απαιτεί προσοχή στους ασθενείς με μεταστάσεις στην σπονδυλική στήλη, ή με απόφραξη των ουροφόρων οδών. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, μια παροδική επιδείνωση μπορεί να οδηγήσει σε νευρολογικές επιπλοκές ή επιδείνωση της απόφραξης. Επειδή η οξική λευπρολίδη είναι πεπτίδιο που δεν έχει σχέση με τα στεροειδή, δεν έχουν παρατηρηθεί οι καρδιαγγειακές ανεπι-θύμητες ενέργειες που έχουν καταγραφεί κατά την χρόνια χορήγηση στεροειδών (όπως το DES - Diethyl Stilbestrol). Σε μια συγκριτική κλινική μελέτη της οξικής λευπρολίδης (1mg την ημέρα) με την DES (3mg την ημέρα ) 18 από τους 101 ασθενείς της ομάδας DES διέκοψαν τη θερα-πεία λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών. Μόνον 3 από τους 98 ασθενείς της ομάδας λευπρολίδης διέκοψαν τη θεραπεία για το λόγο αυτό. Η χορή-γηση λευπρολίδης συσχετίστηκε με μεγαλύτερη συχνότητα εξάψεων, ενώ η DES με μεγαλύτερη συχνότητα θρομβοεμβολικών προβλημάτων, οιδημάτων, ναυτίας και εμέτων, γυναικομαστίας και ευαισθησίας των μαστών. Οι ακόλουθες παρενέργειες αναφέρθηκαν από τα 3% ή και πλέον των ασθενών με το κάθε φάρμακο .

Στη μελέτη αυτή, οι ακόλουθες επιπλέον παρενέργειες η σχέση των οποίων με την οξική λευπρολίδη είναι άγνωστη αναφέρθηκαν σε λιγότεροαπό 3% των ασθενών:

Εμπειρία μετά την κυκλοφορία: Μετά την κυκλοφορία, έχουν αναφερθεί οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες με αυτή ή άλλες μορφές της οξι-κής λευπρολίδης. Επειδή η οξική λευπρολίδη έχει διάφορες ενδείξεις και επομένως χρησιμοποιείται σε διάφορες κατηγορίες ασθενών, μερι-κές από τις ανεπιθύμητες ενέργειες δεν εμφανίζονται σε όλους τους ασθενείς. Για τις περισσότερες από αυτές τις ανεπιθύμητες ενέργειες

2,8ml (5mg/ml)ΕΝΕΣΙΜΟ ΔΙΑΛΥΜΑ

ΟΞΙΚΗ ΛΕΥΠΡΟΛΙΔΗ

®

leuprorelin DES (Ν=98) (Ν=101)

Καρδιαγγειακό σύστημα:Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια 1 3Οίδημα (περιφερικό) 8 23Θρομβοφλεβίτιδα/φλεβίτιδα/πνευμονική εμβολή 1 7Κεντρικό νευρικό σύστημα:Άγχος 0 3Ζάλη 6 4Πόνοι 5 3Πονοκέφαλος 5 2Παραισθησίες 3 0Ενδοκρινείς αδένες:Γυναικομαστία/ευαισθησία μαστών 3 49Εξάψεις 51 11Ανικανότητα 2 11Γαστρεντερικό σύστημα:Ανορεξία 2 3Δυσκοιλιότητα 3 1Ναυτία/έμετοι 5 16Μυοσκελετικό σύστημα:Οστικοί πόνοι 3 1Μυϊκοί σπασμοί 0 3

Ενδοκρινείς αδένες ελάττωση του μεγέθους των όρχεων (που οφείλεται μάλλον στη φαρμακολογική δράση του φαρμάκου).Γαστρεντερικό σύστημα αιμορραγία από το πεπτικό.Αιματολεμφικό σύστημα μείωση του αιματοκρίτη και της αιμοσφαιρίνης.Καλυπτήριο σύστημα ερύθημα και εκχύμωση στον τόπο της ενέσεως, εξάνθημα, πτώση τριχών, κνησμός.Μυοσκελετικό σύστημα μυαλγίες.Νευρικό σύστημα θάμβος οράσεως, λήθαργος, αϋπνία, διαταραχές της μνήμης, όξινη γεύση, αιμωδία.Καρδιαγγειακό σύστημα καρδιακές αρρυθμίες, έμφραγμα μυοκαρδίου.Αναπνευστικό σύστημα αναπνευστική δυσχέρεια, πλευριτική τριβή, επιδείνωση, πνευμονικής ινώσεως.Ουροποιογεννητικό σύστημα αιματουρία Διάφορα ατονία, αύξηση της ουρίας και της κρεατινίνης ορού, κόπωση. Πυρετός, οίδημα του προσώπου.

Page 7: 8P ENTYPO DARONDA 10.5X20 7-2-11 Layout 1 · 4.3 Αντενδείξεις: Το ενέσιμο διάλυμα leuprorelin αντενδείκνυται σε ασθενείς με γνωστή

δεν έχει εξακριβωθεί η σχέση αιτίας και αιτιατού: Γενικές: διόγκωση κοιλίας, εξασθένηση, ρίγη, πυρετός, γενικευμένα άλγη, κεφαλαλγίες, λοί-μωξη, φλεγμονή, αντιδράσεις φωτοευαισθησίας, οίδημα (κροταφικό οστούν), ίκτερος. Καρδιαγγειακό σύστημα: στηθάγχη, βραδυκαρδία, καρδιακήαρρυθμία, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, ηλεκτροκαρδιογραφικές μεταβολές/ισχαιμία, υπέρταση, υπόταση, φύσημα, έμφραγμα μυοκαρ-δίου, φλεβίτις, πνευμονική εμβολή, εγκεφαλικό επεισόδιο, λιποθυμία/στιγμιαία απώλεια όρασης ή συνείδησης, ταχυκαρδία, θρόμβωση, παροδικόισχαιμικό επεισόδιο, κιρσώδεις φλέβες. Γαστρεντερικό σύστημα: δυσκοιλιότητα, διάρροια, ξηροστομία, έλκος δωδεκαδάκτυλου, δυσφαγία, γα-στρεντερικές αιμορραγίες, γαστρεντερικές διαταραχές, ηπατική δυσλειτουργία, αύξηση όρεξης, παθολογικές ηπατικές δοκιμασίες, ναυτία, πε-πτικό έλκος, πολύποδας ορθού, δίψα, έμετοι. Ενδοκρινικό Σύστημα: διαβήτης, διόγκωση θυρεοειδούς. Αιματολεμφικό σύστημα: αναιμία,εκχυμώσεις, λεμφικό οίδημα, αύξηση της προθρομβίνης, αύξηση της μερικής θρομβοπλαστίνης, μείωση των αιμοπεταλίων, μείωση/αύξηση τωνλευκών αιμοσφαιρίων. Μεταβολισμός: αύξηση ουρίας, αύξηση ασβεστίου, αύξηση κρεατινίνης, αφυδάτωση, οίδημα, υπερλιπιδαιμία, (ολική χο-ληστερόλη, LDL-χοληστερόλη, τριγλυκερίδια), υπερφωσφαταιμία, υπογλυκαιμία, υποπρωτεϊναιμία, υποκαλιαιμία, αύξηση ουρικού οξέος, χολε-ρυθρίνη αυξημένη. Μυοσκελετικό σύστημα: αγκυλωτική σπονδυλίτιδα, αρθραλγίες, μυαλγία, πυελική ίνωση, κάταγμα σπονδυλικής στήλης,παράλυση, συμπτώματα τενοντοθηκίτιδας. Νευρικό σύστημα: άγχος, ψευδαισθήσεις, κατάθλιψη, ζάλη, υπαισθησία, αϋπνία, λήθαργος, αύξησητης libido, αίσθημα ζάλης, διαταραχές της μνήμης, διαταραχές της διάθεσης, νευρικότης, νευρομυϊκές διαταραχές, αιμωδία, παραισθησία, πε-ριφερική νευροπάθεια, διαταραχές του ύπνου. Αναπνευστικό σύστημα: βήχας, δύσπνοια, ρινορραγία, αιμόπτυση, φαρυγγίτις, υγρό στον υπεζω-κότα, υπεζωκοτική τριβή, πνευμονία, πνευμονική ίνωση, πνευμονική διήθηση, διαταραχές της αναπνοής, παραρρινοκολπική συμφόρηση.Καλυπτήριο σύστημα: καρκίνωμα του δέρματος/ώτων, δερματίτις, ξηροδερμία, αύξηση τριχοφυΐας, απώλεια των μαλλιών, σκληρό οζίδιο στολαιμό, μελάγχρωση, κνησμός, εξάνθημα, δερματικές βλάβες, κνίδωση. Αισθητήρια όργανα: οφθαλμολογικές διαταραχές, αμβλυωπία, θάμβος όρα-σης, ξηροφθαλμία, διαταραχές της ακοής, οφθαλμολογικές ανωμαλίες, αλλοίωση της γεύσης, εμβοές. Ουροποιογεννητικό σύστημα: σπαστικήκύστη, μαστοδυνία, ευαισθησία στους μαστούς, γυναικομαστία, αιματουρία, ακράτεια ούρων, ανωμαλίες στην έμμηνο ρύση που περιλαμβάνουνδιακοπή και παρατεταμένη κολπική αιμορραγία, διόγκωση του πέους, ανωμαλίες του πέους, προστατοδυνία, ατροφία των όρχεων, πόνος στουςόρχεις, μείωση του μεγέθους των όρχεων, ανωμαλίες στην ούρηση, συχνουρία, απόφραξη ουροφόρων, ουρολοίμωξη, έπειξη προς ούρηση. Αν-τιδράσεις στο σημείο της ένεσης όπως πόνος, φλεγμονή, άσηπτο απόστημα, σκλήρυνση και αιμάτωμα. Έχουν αναφερθεί μεμονωμένες περι-πτώσεις αναφυλαξίας. Υπάρχουν σπάνιες αναφορές τάσης και απόπειρας αυτοκτονίας. Όπως συμβαίνει και με άλλους παράγοντες της ίδιαςκατηγορίας, έχουν αναφερθεί πολύ σπάνιες περιπτώσεις υποφυσιακής αποπληξίας μετά από αρχική χορήγηση σε ασθενείς με αδένωμα της υπό-φυσης. ΓYΝΑΙΚΕΙΑ ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ: Ο συνδυασμός με γοναδοτροπίνες είναι δυνατόν να προκαλέσει σύνδρομο υπερδιέγερσης των ωοθη-κών, πυελικό και/ή κοιλιακό άλγος, πολλαπλές κυήσεις και εξωμήτριες κυήσεις. Οι επιπλοκές αυτές είναι αποτέλεσμα της συνολικής θεραπείαςστα πρωτόκολλα πρόκλησης ωορρηξίας που περιλαμβάνουν GnRH αγωνιστές ή ανταγωνιστές, γοναδοτροπίνες και hCG. Αναφορικά με τις ανε-πιθύμητες ενέργειες από τη παρατεταμένη χρήση της οξικής λευπρολίδης και ιδιαίτερα αυτές που σχετίζονται με την υπο-οιστρογοναιμία (όπωςεξάψεις, απορρόφηση οστού και οστεοπενία) δεν αναμένεται να εμφανισθούν κατά την ολιγοήμερη, καθημερινή χρήση της στις τεχνικές υπο-βοηθούμενης αναπαραγωγής. 4.9 ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ: Στους αρουραίους, η υποδόρια χορήγηση δόσεων, μεγαλύτερων κατά 250-500 φορές απότις συνιστώμενες στον άνθρωπο, βάσει του σωματικού βάρους, οδήγησε σε δύσπνοια, ελάττωση της δραστηριότητος και τοπικό ερεθισμό στοσημείο έγχυσης. Δεν υπάρχει προς το παρόν, ένδειξη ότι τα φαινόμενα αυτά μπορεί να έχουν κάποια σημασία στην κλινική πράξη. Σε πρώιμεςκλινικές δοκιμασίες σε ασθενείς με καρκίνο του προστάτου με ημερήσιες δόσεις οξικής λευπρολίδης της τάξεως των 20 mg για θεραπεία 2ετών και άνω, δεν παρατηρήθηκαν διαφορετικές παρενέργειες συγκριτικά με αυτές με 1 mg ημερησίως. Σε περίπτωση υπερδοσολογίας οιασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται στενά και να αντιμετωπίζονται με υποστηρικτικά και συμπτωματικά μέτρα. Σε περίπτωση τυχαίας ή εκού-σιας λήψεως μεγάλης ποσότητας του φαρμάκου, λεπτομερείς οδηγίες δίνει το "Κέντρο Δηλητηριάσεων" Αρ. Τηλεφώνου 210 7793777, Αθήνα.5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ: Κωδικός ATC: L02AE02 5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες: Η οξική λευπρολίδη, αγωνιστής της GnRH, είναιένα συνθετικό εννεαπεπτίδιο ανάλογο της φυσικής εκλυτικής ορμόνης των γοναδοτροπινών (GnRH ή LH-RH). To ανάλογο αυτό εκδηλώνει με-γαλύτερη δραστικότητα από εκείνη της φυσικής ορμόνης. Χημικώς ορίζεται ως 5-Oxo-L-propyl-L-histidyl-Ltryptophyl-L-seryl-L-tyrosyl-D-leucyl-L-leucyl-L-arginyl-N-ethyl-L-prolinamide acetate (άλας). Η οξική λευπρολίδη, δρα ως ισχυρός αναστολέας της έκκρισης γοναδοτροπινών όταν χορηγείται συνέχεια και σε θεραπευτικές δόσεις. Οι μελέτες σε πειραματόζωα και σε ανθρώπους δείχνουν ότι μετά από αρχική διέγερση, η χρό-νια χορήγηση οξικής λευπρολίδης έχει σαν αποτέλεσμα την καταστολή της παραγωγής στεροειδών από τις ωοθήκες και τους όρχεις. Η δράση αυτή είναι αναστρέψιμη με τη διακοπή του φαρμάκου. Η χορήγηση οξικής λευπρολίδης αναστέλλει την ανάπτυξη ορισμένων ορμονο-εξαρτώμε-νων όγκων (προστατικών όγκων σε αρσενικούς επίμυες Noble και Dunning καθώς και όγκων του μαστού προκαλούμενων με DMBA σε θηλυκούς επίμυες), προκαλεί επίσης και ατροφία των οργάνων αναπαραγωγής. Στους αρουραίους, η οξική λευπρολίδη είναι αρχικά κατά 70 έως 80 φορές πιο ισχυρή από την φυσική GnRH. Όμως, κατά την επαναλαμβανόμενη χορήγηση, αναστέλλει την έκκριση τεστοστερόνης και οιστραδιόλης και οδηγεί στην παλινδρόμηση των αναπαραγωγικών και συναφών οργάνων τα οποία χρειάζονται την έκκριση των στεροειδών για την φυσιολογική λειτουργία τους. Όπως ο φυσιολογικός προστάτης και τα άλλα αρσενικά αναπαραγωγικά όργανα, έτσι και η πλειονότητα των προστατικών όγκων είναι ορμονοεξαρτώμενα. Στον άνθρωπο, η επαναλαμβανόμενη χορήγηση οξικής λευπρολίδης οδηγεί στην ελάττωση των ανδρογονικών επιπέ-δων και αποτελεί εναλλακτική επιλογή στην χειρουργική ορχεκτομή για την αντιμετώπιση ορμονοεξαρτώμενου καρκίνου του προστάτη. Στον άν-θρωπο, η χορήγηση οξικής λευπρολίδης οδηγεί σε αρχική αύξηση επιπέδων γοναδοτροπίνης Α(LH) και γοναδοτροπίνης Β(FSH) στην κυκλοφορία, με αποτέλεσμα την παροδική αύξηση επιπέδων των σεξουαλικών στεροειδών (τεστοστερόνης και διυδροτεστοστερόνης στους άνδρες, οι-στρόνης και οιστραδιόλης στις γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία). Η συνεχής, όμως, χορήγηση οξικής λευπρολίδης οδηγεί στη συνέχεια στη μείωση των επιπέδων LH, FSH και σεξουαλικών στεροειδών ορμονών. Στους άνδρες, η τεστοστερόνη μειώνεται σε επίπεδα προ-εφηβικά ή ευ-νουχισμού. Στις γυναίκες πριν από την εμμηνόπαυση, τα οιστρογόνα μειώνονται σε μεταεμμηνοπαυσιακά επίπεδα. Αυτές οι ορμονικές επιπτώ-σεις προκύπτουν στις 15-30 ημέρες που ακολουθούν την έναρξη της θεραπείας με τις συνιστώμενες δόσεις. Τα επίπεδα ευνουχισμού της τεστοστερόνης σε ασθενείς με καρκίνο του προστάτη έχουν διαπιστωθεί για περίοδο μέχρι και πέντε χρόνια. Στην γυναικεία υπογονιμότητα, κατά τις πρώτες ημέρες θεραπείας, η οξική λευπρολίδη, μπορεί να προκαλέσει υπερδιέγερση των γοναδοτροπινών με αποτέλεσμα την αύξηση FSH και LH. Με την συνέχιση της θεραπείας, επιτυγχάνεται καταστολή του άξονα υπόφυσης-ωοθηκών με αποτέλεσμα την αποφυγή πρόωρης αιχ-μής LH. Στα πλαίσια των τεχνικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής η οξική λευπρολίδη έχει χρησιμοποιηθεί στα κάτωθι πρωτόκολλα: - βραχύ πρωτόκολλο που εκμεταλλεύεται τις διεγερτικές και τις ανασταλτικές ιδιότητες της οξικής λευπρολίδης και - μακρύ πρωτόκολλο που εκμεταλ-λεύεται μόνο την ανασταλτική δράση της οξικής λευπρολίδης. 5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες: Η οξική λευπρολίδη δεν είναι δραστική όταν χο-ρηγείται από του στόματος. Κατά την υποδόρια χορήγηση, η βιοδιαθεσιμότητα του φαρμάκου είναι συγκρίσιμη με εκείνη της ενδοφλέβιας. Κατανομή: Ο μέσος όγκος κατανομής της οξικής λευπρολίδης σε σταθερή κατάσταση μετά από εφάπαξ ενδοφλέβια χορήγηση σε υγιείς εθε-λοντές άνδρες ήταν 27 L. Η σύνδεση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος in vitro στον άνθρωπο κυμαίνεται από 43% έως 49%. Μεταβολισμός: Σε άρρενες υγιείς εθελοντές, μετά από εφάπαξ ενδοφλέβια χορήγηση 1 mg οξικής λευπρολίδης, η μέση γενική κάθαρση ήταν 6,7 L/h με μία τε-λική ημιπερίοδο κάθαρσης της τάξης των τριών ωρών σε δι-διαμερισματικό μοντέλο. Μελέτες σε πειραματόζωα έδειξαν ότι η 14C-σεσημασμένη leuprolide μεταβολίσθηκε σε μικρότερα αδρανή πεπτίδια, ένα πενταπεπτίδιο (Μεταβολίτης Ι), τριπεπτίδια (Μεταβολίτες ΙΙ και ΙΙΙ) και ένα διπε-πτίδιο (Μεταβολίτης IV). Αυτά τα πεπτίδια μπορούν να μεταβολίζονται περαιτέρω. Οι συγκεντρώσεις του κύριου μεταβολίτη (Μ-Ι) στο πλάσμα μετρήθηκαν σε πέντε ασθενείς με καρκίνο του προστάτη που έλαβαν λευπρολίδη σε μορφή depot. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις παρατηρήθηκαν δύο έως έξι ώρες μετά τη χορήγηση και ήταν της τάξης του 6% της μητρικής ουσίας. Μία εβδομάδα μετά από τη χορήγηση, οι μέσες συγκεν-τρώσεις του Μ-Ι ήταν της τάξης του 20% της μητρικής ουσίας. Απέκκριση: Μετά από χορήγηση οξικής λευπρολίδης υπό μορφή depot 3,75 mg σε τρεις ασθενείς, λιγότερο του 5% της χορηγούμενης δόσης ανιχνεύθηκε στα ούρα ως μητρική ουσία και μεταβολίτης Μ-Ι, μετά από 27 ημέ-ρες. Ειδικοί πληθυσμοί: Η φαρμακοκινητική συμπεριφορά του φαρμάκου σε ασθενείς με ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια δεν έχει μελετηθεί. 5.3 Προκλινικά στοιχεία για την ασφάλεια (τοξικολογικά στοιχεία): Καρκινογένεση: Μελέτη διαρκείας 2 ετών έγινε σε αρουραίους και μύες. Πα-ρατηρήθηκε μια δοσοεξαρτώμενη αύξηση καλοήθους υπερπλασίας και καλοήθων αδενωμάτων στην υπόφυση των αρουραίων μετά από 24 μήνες και για υψηλές ημερήσιες δόσεις (0.6 mg έως 4 mg/kg). Υπήρξε σημαντική αλλά μη δοσοεξαρτώμενη αύξηση αδενωμάτων για τα μεν θηλυκά στα παγκρεατικά νησίδια και για τα δε αρσενικά στον ενδιάμεσο ιστό των όρχεων. Μετά από δύο χρόνια θεραπείας ακόμα και για πολύ υψηλές δόσεις της τάξεως των 60 mg/kg, δεν παρατηρήθηκαν αυτά τα φαινόμενα στους μύες. Ασθενείς που έχουν λάβει επί τρία χρόνια δόσεις των 10 mg την ημέρα ή επί 2 χρόνια δόσεις των 20 mg την ημέρα, δεν παρουσίασαν εμφανείς ανωμαλίες της υποφύσεως. Μεταλλαξιογένεση: Πραγ-ματοποιήθηκαν μελέτες μεταλλαξιογένεσης με την οξική λευπρολίδη, χρησιμοποιώντας συστήματα βακτηριδίων ή θηλαστικών. Οι μελέτες απέ-δειξαν την απουσία δυνητικής μεταλλαξιογόνου δραστηριότητος. Διαταραχή της Γονιμότητας: Οι κλινικές και φαρμακολογικές μελέτες σε ενήλικες με την οξική λευπρολίδη ή με παρόμοια ανάλογα, έδειξαν πλήρη επανάκτηση της γονιμότητας μετά από διακοπή 24 εβδομάδων συνε-χούς χορήγησης του φαρμάκου. Τερατογένεση: Μελετήθηκε η τερατογενετική ικανότητα της οξικής λευπρολίδης σε αρουραίους και κουνέλια. Θηλυκά αρουραίων έλαβαν κατά την 6η έως 15η ημέρα της κυήσεως καθημερινές υποδόριες ενέσεις είτε φυσιολογικού ορρού είτε δόσεων οξι-κής λευπρολίδης των 1, 3 ή 10 mcg/kg. Στην ομάδα υψηλότερων δόσεων, παρατηρήθηκε μεγαλύτερη κατά τέσσερις φορές συχνότητα εμβρυϊ-κών απορροφήσεων ενώ η συχνότητα αυτή ήταν συγκρίσιμη ανάμεσα στην ομάδα χαμηλότερων δόσεων και στην ομάδα ελέγχου. Όλοι οι επιζώντες απόγονοι υπήρξαν φυσιολογικοί. Θηλυκά κουνέλια έλαβαν κατά την 6η έως 18η ημέρα της κυήσεως, καθημερινές υποδόριες ενέσεις είτε φυ-σιολογικού ορρού είτε δόσεων οξικής λευπρολίδης των 0.1, 0.3 ή 1 mcg/kg. Παρατηρήθηκε μεγαλύτερη συχνότητα εμβρυϊκών απορροφήσεων στις ομάδες θεραπείας σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, αλλά όλοι οι επιζώντες απόγονοι ήταν φυσιολογικοί. Έτσι η οξική λευπρολίδη αξιο-λογήθηκε ως εμβρυοτοξική αλλά όχι τερατογόνος. 6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ: 6.1 Κατάλογος των εκδόχων: Benzyl Alcohol, Sodium Chlo-ride, Sodium Hydroxide or/and Acetic Αcid QS to Ph-6, Water for injection. 6.2 Ασυμβατότητες: Δεν αναφέρονται. 6.3 Διάρκεια ζωής: 24 μήνες 6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος: Φυλάσσεται σε θερμοκρασία 15°-30°C, μακριά από το φως. 6.5 Φύση και συστα-τικά του περιέκτη: Γυάλινο διαφανές φιαλίδιο, χυτό, Tύπου Ι, ελαστικό πώμα, μεταλλικό πώμα ασφαλείας, αυτοκόλλητη ετικέτα. 6.6 Οδηγίες Χρή-σης: Το ενέσιμο διάλυμα leuprorelin χορηγείται υποδορίως σε ημερήσια δοσολογία των 0,2 ml και αλλάζοντας θέση κάθε φορά. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Τα παρεντερικά φαρμακευτικά προϊόντα πρέπει να ελέγχονται οπτικά για την ύπαρξη σωματιδίων ή για την αλλοίωση του χρώματος πριν από τη χορήγηση, εφόσον το επιτρέπουν το διάλυμα και ο περιέκτης του. 6.7 Κάτοχος άδειας κυκλοφορίας: ABBOTT LABORATORIES (ΕΛΛΑΣ) ΑΒΕΕ Λεωφ. Βουλιαγμένης 512, Άλιμος,Αθήνα, ΤΗΛ: 210 9985222. 7. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 26852/29-05-2003 8. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩ-ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 27.5.1987 9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: 27-02-2007. ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΜΟΝΟ ΜΕ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΗ leuprorelin Inj Fl 14mg/2.8 ml (14 doses): 65,78€.

Page 8: 8P ENTYPO DARONDA 10.5X20 7-2-11 Layout 1 · 4.3 Αντενδείξεις: Το ενέσιμο διάλυμα leuprorelin αντενδείκνυται σε ασθενείς με γνωστή

Κάθε φιαλίδιο περιέχει 14 δόσεις των 0,2ml η κάθε μία.

Τα 0,2ml διαλύματος (20 μονάδες σύριγγαςινσουλίνης) περιέχουν 1mg οξικής λευπρολίδης.

Το leuprorelin 2,8 ml χορηγείται καθημερινά υποδορίως.

Φυλάσσεται σε θερμοκρασία (15-30°C) μακριά από το φως.

Η διαφήμιση φαρμακευτικών προϊόντων είναι σύμφωναμε την ισχύουσα νομοθεσία-υπουργική απόφαση

Υ6Α/776/1993 - και τον κώδικα δεοντολογίας του ΣΦΕΕ

ABBOTT LABORATORIES (EΛΛAΣ) ABEEAΘHNA: Λεωφ. Bουλιαγμένης 512, 174 56 Άλιμος, Tηλ.: 210 99 85 222 ΘEΣ/NIKH: 12o χλμ. Νέας Εθνικής οδού Θεσσαλονίκης-Ν. Μουδανιών, Τηλ.: 2310 8 10 470, Τ.Θ. 60682, Τ.Κ. 57001 Θέρμη

A-00

792

& D

arIn

jCrd

/01-

11

2,8ml (5mg/ml)ΕΝΕΣΙΜΟ ΔΙΑΛΥΜΑ

ΟΞΙΚΗ ΛΕΥΠΡΟΛΙΔΗ

®